- βέβηκε
- βαίνωwalkperf imperat act 2nd sgβαίνωwalkperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βέβηκ' — βέβηκα , βαίνω walk perf ind act 1st sg βέβηκε , βαίνω walk perf imperat act 2nd sg βέβηκε , βαίνω walk perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
εξώπιος — ἐξώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μακριά μας και δεν τόν βλέπουμε πια («δόμων ἐξώπιος βέβηκε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εξ + ώψ* «οφθαλμός»] … Dictionary of Greek
εύληρα — εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α) ηνία («ἐν δ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < *ε Fληρ ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. *wl ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
θάρσυνος — θάρσυνος, ον (Α) 1. θαρραλέος («Τρώων δέ πόλις ἐπί πᾱσα βέβηκε θάρσυνος», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ.) αυτός που έχει πεποίθηση, που έχει εμπιστοσύνη σε κάτι («ἴαχε λαός Ἀχαιῶν θάρσυνος οίωνῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαρσύνω, υποχωρητ.] … Dictionary of Greek